- μακροχρονίζω
- μακρο-χρονίζω, = foreg., LXX De.17.20, 32.27, PFlor.296.10 (vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μακροχρονίζω — (AM μακροχρονίζω) [μακροχρόνιος] ζω ή διαρκώ πολλά χρόνια, γίνομαι μακροχρόνιος νεοελλ. παρατείνω μια ενέργεια για μεγάλο χρονικό διάστημα, χρονίζω, χρονοτριβώ, βραδύνω, καθυστερώ … Dictionary of Greek
μακροχρονίσῃ — μακροχρονίζω aor subj mid 2nd sg μακροχρονίζω aor subj act 3rd sg μακροχρονίζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροχρονίσωσιν — μακροχρονίζω aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροχρονώ — μακροχρονῶ, έω (Α) [μακρόχρονος] διαρκώ επί πολύ χρόνο, μακροχρονίζω … Dictionary of Greek